ισοτοπία

ισοτοπία
η физ. , хим. изотопность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ισοτοπία" в других словарях:

  • ισοτοπία — η η ιδιότητα τού ισοτόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotopie < iso (πρβλ. ισ[ο] ) + topie (πρβλ. τοπία < τοπος < τόπος)] …   Dictionary of Greek

  • ισοτοπία — η το να είναι κάποιο άτομο ισότοπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»